- οξυζύμια
- ὀξυζύμια, τὰ (Α)οξέα που προκαλούν ζύμωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + ζύμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξυζύμια — ὀξυζύ̱μια , ὀξυζύμια acid ferments neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)